λοφάδεια

λοφάδεια
λοφάδεια (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «...αὐχήν, οἷον κατὰ τοῡ αὐχένος, ἢ χωρίον ὃ καλοῡσι Λίβυσσα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταλοφάδεια*, κατ' απόσπαση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”